Περίπου 20,5 εκατομμύρια μωρά γεννιούνται ετησίως στον κόσμο με πολύ
χαμηλό βάρος κάτω των δυόμισι κιλών και από αυτά πάνω από το 90%
γεννιούνται σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, σύμφωνα με μια νέα
διεθνή επιστημονική έρευνα, την πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι
σήμερα.
Στην Ελλάδα η αναλογία είναι καλύτερη από το
διεθνή μέσο όρο, καθώς τα νεογέννητα έως 2,5 κιλά είναι σχεδόν το 9% του
συνόλου (ένα στα 11 παιδιά περίπου).
Περισσότερα από το 80% των περίπου 2,5 εκατομμυρίων νεογέννητων που πεθαίνουν κάθε χρόνο, είναι χαμηλού βάρους, καθώς πολλά έχουν γεννηθεί πρόωρα. Όσα λιποβαρή μωρά επιβιώσουν, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να μείνουν κοντά και να έχουν χειρότερη υγεία αργότερα στη ζωή τους, μεταξύ άλλων λόγω χρονίων παθήσεων όπως ο διαβήτης και η καρδιαγγειακή νόσος.
Οι ερευνητές της Σχολής Υγιεινής & Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, της Unicef και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), με επικεφαλής τη δρα Χάνα Μπλενκόου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet Global Health”, ανέλυσαν στοιχεία για 148 χώρες και περισσότερους από 281 εκατομμύρια τοκετούς.
Η μελέτη δείχνει ότι διαχρονικά υπάρχει κάποια πρόοδος, αλλά όχι όση θα ήταν επιθυμητή, όσον αφορά το βάρος των νεογέννητων. Ενώ το 2000 είχαν γεννηθεί 22,9 εκατομμύρια μωρά βάρους έως 2,5 κιλών (ποσοστό 17,5% των συνολικών γεννήσεων), το 2015 ο αριθμός τους είχε μειωθεί στα 20,5 εκατομμύρια (ποσοστό 14,6%).
Όμως η μέση ετήσια μείωση 1,2% στις γεννήσεις μωρών χαμηλού βάρους κατά την περίοδο 2000-2015 δεν είναι ούτε καν η μισή από το στόχο της μείωσης κατά 2,7% ετησίως που έχει θέσει ο ΠΟΥ από το 2012, προκειμένου να υπάρξει μια μείωση κατά 30% των γεννήσεων χαμηλού βάρους έως το 2025.
Σχεδόν τα τρία τέταρτα των μωρών βάρους έως 2,5 κιλών γεννιούνται στη Νότια Ασία και στην υποσαχάρια Αφρική. Όμως η πρόοδος -μείωση του ποσοστού των λιποβαρών μωρών- είναι αργή (μόνο 0,01% ετησίως κατά μέσο όρο) ακόμη και σε ανεπτυγμένες χώρες όπως η Βρετανία (ποσοστό μωρών χαμηλού βάρους 7%), η Αυστραλία (6,5%) και οι ΗΠΑ (8%), ενώ στη Σουηδία το ποσοστό είναι μόνο 2,4%.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των μωρών χαμηλού βάρους, σύμφωνα με τη μελέτη, υποχώρησε ελαφρά από το 9% το 2000 στο 8,7% το 2015. Η θέση της χώρας μας στη διεθνή κατάταξη ήταν 36η το 2015, από 46η το 2000.
Παράγοντες που ευνοούν τη γέννηση μωρού χαμηλού βάρους, είναι η πολύ μικρή ή πολύ μεγάλη ηλικία της μητέρας, οι πολλαπλές κυήσεις, οι επιπλοκές της εγκυμοσύνης, οι χρόνιες ασθένειες της μητέρας (π.χ. υπέρταση), οι λοιμώξεις (π.χ. ελονοσία), η ανεπαρκής διατροφή, η έκθεση σε περιβαλλοντική ρύπανση, η χρήση καπνού και αλκοόλ κ.α. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες το χαμηλό βάρος του μωρού συνήθως σχετίζεται με τον πρόωρο τοκετό πριν την 37η εβδομάδα της κύησης.
«Οι κυβερνήσεις κάνουν πολύ λίγα πράγματα για να μειώσουν τις γεννήσεις μωρών χαμηλού βάρους. Βλέπουμε πολύ μικρή αλλαγή μέσα σε 15 χρόνια, ακόμη και στις χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου το χαμηλό βάρος του μωρού συχνά οφείλεται στον πρόωρο τοκετό εξαιτίας της μεγάλης ηλικίας της μητέρας, του καπνίσματος, των καισαρικών που δεν δικαιολογούνται για ιατρικούς λόγους και των θεραπειών υπογονιμότητας που αυξάνουν τον κίνδυνο πολλαπλών γεννήσεων. Αυτά είναι τα θέματα που οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών πρέπει να αντιμετωπίσουν», δήλωσε η δρ Μπλενκόου και κάλεσε να υπάρξει ενεργοποίηση της διεθνούς κοινότητας προς αυτή την κατεύθυνση.
Περισσότερα από το 80% των περίπου 2,5 εκατομμυρίων νεογέννητων που πεθαίνουν κάθε χρόνο, είναι χαμηλού βάρους, καθώς πολλά έχουν γεννηθεί πρόωρα. Όσα λιποβαρή μωρά επιβιώσουν, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να μείνουν κοντά και να έχουν χειρότερη υγεία αργότερα στη ζωή τους, μεταξύ άλλων λόγω χρονίων παθήσεων όπως ο διαβήτης και η καρδιαγγειακή νόσος.
Οι ερευνητές της Σχολής Υγιεινής & Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, της Unicef και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), με επικεφαλής τη δρα Χάνα Μπλενκόου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet Global Health”, ανέλυσαν στοιχεία για 148 χώρες και περισσότερους από 281 εκατομμύρια τοκετούς.
Η μελέτη δείχνει ότι διαχρονικά υπάρχει κάποια πρόοδος, αλλά όχι όση θα ήταν επιθυμητή, όσον αφορά το βάρος των νεογέννητων. Ενώ το 2000 είχαν γεννηθεί 22,9 εκατομμύρια μωρά βάρους έως 2,5 κιλών (ποσοστό 17,5% των συνολικών γεννήσεων), το 2015 ο αριθμός τους είχε μειωθεί στα 20,5 εκατομμύρια (ποσοστό 14,6%).
Όμως η μέση ετήσια μείωση 1,2% στις γεννήσεις μωρών χαμηλού βάρους κατά την περίοδο 2000-2015 δεν είναι ούτε καν η μισή από το στόχο της μείωσης κατά 2,7% ετησίως που έχει θέσει ο ΠΟΥ από το 2012, προκειμένου να υπάρξει μια μείωση κατά 30% των γεννήσεων χαμηλού βάρους έως το 2025.
Σχεδόν τα τρία τέταρτα των μωρών βάρους έως 2,5 κιλών γεννιούνται στη Νότια Ασία και στην υποσαχάρια Αφρική. Όμως η πρόοδος -μείωση του ποσοστού των λιποβαρών μωρών- είναι αργή (μόνο 0,01% ετησίως κατά μέσο όρο) ακόμη και σε ανεπτυγμένες χώρες όπως η Βρετανία (ποσοστό μωρών χαμηλού βάρους 7%), η Αυστραλία (6,5%) και οι ΗΠΑ (8%), ενώ στη Σουηδία το ποσοστό είναι μόνο 2,4%.
Στην Ελλάδα το ποσοστό των μωρών χαμηλού βάρους, σύμφωνα με τη μελέτη, υποχώρησε ελαφρά από το 9% το 2000 στο 8,7% το 2015. Η θέση της χώρας μας στη διεθνή κατάταξη ήταν 36η το 2015, από 46η το 2000.
Παράγοντες που ευνοούν τη γέννηση μωρού χαμηλού βάρους, είναι η πολύ μικρή ή πολύ μεγάλη ηλικία της μητέρας, οι πολλαπλές κυήσεις, οι επιπλοκές της εγκυμοσύνης, οι χρόνιες ασθένειες της μητέρας (π.χ. υπέρταση), οι λοιμώξεις (π.χ. ελονοσία), η ανεπαρκής διατροφή, η έκθεση σε περιβαλλοντική ρύπανση, η χρήση καπνού και αλκοόλ κ.α. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες το χαμηλό βάρος του μωρού συνήθως σχετίζεται με τον πρόωρο τοκετό πριν την 37η εβδομάδα της κύησης.
«Οι κυβερνήσεις κάνουν πολύ λίγα πράγματα για να μειώσουν τις γεννήσεις μωρών χαμηλού βάρους. Βλέπουμε πολύ μικρή αλλαγή μέσα σε 15 χρόνια, ακόμη και στις χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου το χαμηλό βάρος του μωρού συχνά οφείλεται στον πρόωρο τοκετό εξαιτίας της μεγάλης ηλικίας της μητέρας, του καπνίσματος, των καισαρικών που δεν δικαιολογούνται για ιατρικούς λόγους και των θεραπειών υπογονιμότητας που αυξάνουν τον κίνδυνο πολλαπλών γεννήσεων. Αυτά είναι τα θέματα που οι κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών πρέπει να αντιμετωπίσουν», δήλωσε η δρ Μπλενκόου και κάλεσε να υπάρξει ενεργοποίηση της διεθνούς κοινότητας προς αυτή την κατεύθυνση.