Tου Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεκαετία του πενήντα, προγεφυρώματα με την Αμερική και να οι καραβιές
με το βούτυρο και να η σκόνη το γάλα να έρχονται για να χορτάσουν τους
πεινασμένους και τους ορφανούς Έλληνες. Αετονύχηδες από τις επιτροπές
της κομματικής καμαρίλας, τα παρέλαβαν, έστησαν στο πι και φι τα
συσσίτια, το πελατειακό κράτος μεγάλωσε, η ελλαδική κοινωνία επιβίωνε,
περνούσε μπροστά από τη στραγγαλισμένη Βενεζουέλα.
Οι δάσκαλοι άφησαν τα βιβλία κι έπιασαν την κουτάλα. Ο δικός μου έβαλε
ποδιά, μας γέμιζε τα κατσαρόλια γάλα, μας τις έβρεχε να καταπίνουμε τα
δισκία με τις αμφεταμίνες και τις λακτόζες. << Χωνέψτε τα και
συγχωράτε το Μάρσαλ που έφτιαξε το σχέδιο και περιδρομιάζετε τζάμπα!
>> μας έλεγε για να προσθέτει σκασμένος στα γέλια: << Χωρίς
το δικό του οκέι θα είσαστε μακαρίτες! >>
Εμμονικώς επέμεναν και να μας ντύσουν οι άγριοι δολαράδες. Ό,τι τσόλι
περίσσευε από τους ξεχειλωμένους Αμερικάνους, το μάζευαν, το ‘βαζαν στα
σακιά και μας το ‘στελναν. << Θα το φορέσουν, τι θα κάνουν τα
μαϊμούδια >> επαναλάμβαναν και δώσ’ του να στέλνουν τα σακιά το
ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Οι παπάδες έπιασαν το γλωσσίδι, μάζευαν τον
κόσμο και άρχιζαν τη μοιρασιά. Η Φωφώ έπαιρνε το μεσοφόρι, η νεοκόρισσα
την καπελαδούρα, η Γωγώ η τσοπάνα τη ρόμπα ζωγραφισμένη με τις ρουκέτες
που ξεκοίλιαζαν τους κορεάτες οι Αμερικανοί κομάντος. Κάθε γριά Μπάμπω
ένα ξεφτίδι σάβανο. Το δοκίμαζαν, έκαναν το σταυρό τους κοιτάζοντας
προς τη δύση και γεροντολογούσαν γελώντας: << Τηράτε με! Φορώ του
τάφου μου το ρούχο! Είμαι ήσυχη τώρα! Γεια σου Αμερική! Σ’ αγαπώ! Θέλω
να πεθάνω! >>
Σ’ αυτόν τον ανθό της ελληνικής νεότητας που επιβίωσε χάρις στην
<< τροφική πρέζα >> της φίλης υπεραντλαντικής δύναμης
ήμουνα κι εγώ. Γραμματοδιδάσκαλος μετά, σκαρφάλωσα να βρω τους μαθητές
μου στα βουνά. Δεμένος με τριχιά πέρασα ρέματα, κοιμήθηκα σε αποθήκες
σχολεία παρέα με ποντικούς, την ανάγκη μου έκανα στο λόγγο, το κούμαρο
και το ζοχό είχα για τροφή. Ουζοπότης τις μέρες της σχόλης, στον πάτο
του ποτηριού έβλεπα το είδωλό μου και έφριττα. Φίλος των εριφίων,
σύντροφος του γκιώνη, εραστής των Δρυάδων, έφτασα ως εδώ.
Σιτίζομαι στο πρυτανείο της ενορίας ως άπορος. Ο παπάς είναι
εξουσιοδοτημένος από τη χορηγό ένωση των εφοπλιστών και κάθε τρίμηνο μου
δίνει το δέμα μου. Το περιεχόμενο ενεργειακό, διατροφικό,
τυποποιημένο. Μακαρόνια, ρεβίθια, τυροκαυτερή, μαγιονέζα, έλαιον,
οίνο. Ανοίγω τις παλάμες, μουντζώνω τους τριακόσιους χαβαλέδες, στρώνω
τραπέζι κι αρχίζω φαγοπότι τρελό!