Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Καίγομαι σήμερα, υμνωδώ τον εγγενή Θεό μου, ακροβατώ και είμαι ευγνώμων τοις πάσι.
Γέμισα το κεφάλι μου γράμματα, έγινα ελκεσίπεπλος της παιδείας,
ονομάζομαι Πτυχιούχος Γραμματοδιδάσκαλος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας
Τριπόλεως και φιγουράρω ανά τας οδούς και τας ρύμας ως << homo
sapiens >>.
Κάνω αγώνες δρόμου, αθλοθετώ φιαλίδια με ελληνικό οίνο, στην είσοδο του
σταδίου διαφημίζω τη νίκη του πνεύματος επί της ύλης. Το ξέρω, εμβάλλω
πληγές στην αγραμματοσύνη, οι εύσχημοι με χειροκροτούν, τα δόντια τους
μου τρίζουν οι αισχροί δολοπλόκοι, κατάρες ακώ και ύβρεις από τους
σκράπες και τους μαθητές του πέντε. Όμως δεν πτοούμαι, αλωνίζω τους
δρόμους και παντού φωνάζω και κηρύσσω το καλό που έχει το Πνεύμα.
Έζησα δυο χρόνια στο Μαίναλο, βύζαξα το χυμό των ελάτων του, έγινα
θεόδενδρος, ιέρειές μου ήταν οι δρύες χιλίων ετών, άκουσα το σουραύλι
του Πάνα, πήδησα κορφές, έντυσαν με σκαλτσούνια τα πόδια μου οι
φυλλωσιές και άγριοι μενεξέδες και κρίνοι στεφάνωσαν τις μέρες μου και
τις ημέρεψαν στις χούνες και στα φαράγγια του. Λίγο πιο κάτω στα πόδια
του ο οίκος της Σοφίας με πρόσμενε και μέσα στους τέσσερις τοίχους του,
το κάλλος της γνώσης συνάντησα.
Φαιδρά τα πράγματα στο θρανίο, κωμικά και αστεία. Οι καθηγητές
ολίγιστοι, τύραννοι, πρωτόγονοι των σπηλαίων. Ο μουσικός σκληρός,
ασκούσε το συγκεντρωτισμό της εξουσίας του βίαια πάνω μας. Χτυπούσε τα
πλήκτρα με δύναμη με τα δάχτυλά του και σκυμμένος στο πιάνο σαν
κούτσουρο, μου έλεγε, κουνώντας το καραφλό κεφάλι του σαν άφυλλο
δέντρο:
--- Λέγε!
--- Τι να πω;
--- Τις νότες που έχεις γράψει στο τετράδιο.
--- Από ποιο τροπάρι;
--- Να, αυτό… << Δια ξύλου ο Αδάμ, παραδείσου γέγονες άποικος… και τα λοιπά. Τι εγώ θα στο πω;
Κι αφού έπαιζε τις τρεις πρώτες νότες, ψιθύριζε:
--- Ήχος τέταρτος, Πάμε!
Αρχινούσα:
--- Νη, Πα, Βου, Βου, Βου,Βου…
Με διέκοπτε, έσκαγε στα γέλια και σπρώχνοντας το κεφάλι μου πάνω στο πιάνο, μου έλεγε έτοιμος να πέσει κατά γης:
--- Όχι, όλο Βου ευλογημένε μου, λέγε και κανένα Γα…
Μια φορά έψελνε το τιρερέμ κι εμείς τον ακούγαμε σιωπούντες. Θα το
κράτησε πολύ ώρα, γιατί δεν εξηγείται το όνειρο που είδα. Κι επειδή ήταν
τόσο πρωτότυπο το αναφέρω.
Είδα το Θεό Πάνα από το παράθυρο με φορεμένο το ματωμένο τομάρι ενός
λύγκα να περπατά στο δάσος. Ξεχώρισα τα δυο του κέρατα, το γλυκό του
χαμόγελο, τα τραγίσια ποδάρια του και του έκανα νόημα να ‘ρθει στην
αίθουσα και να με πάρει μαζί του στο Μαίναλο. Το έκανε και σε λίγο
βαδίζαμε κάτω από τα έλατα, εγώ τραγουδώντας κι αυτός παίζοντας το
σουραύλι του.
Μαζεύτηκαν οι νύμφες από τις πλαγιές, η Ηχώ από τα κορφοβούνια, ο
Κρόκος και ο Υάκινθος από τις ρεματιές και έστησαν χορό. Ναζιάρης ο Παν,
περήφανος και γλεντοκόπος έσερνε το χορό, γελούσε, πείραζε τις
καλλίκομες νεράιδες, χάιδευε με την πνοή του τους ένοικους του δάσους.
Τελειώνοντας το χορό, ήρθε κοντά μου, έβαλε τρυφερά το χέρι του στον
ώμο μου και μου είπε με τα μάτια του να λάμπουν από χαρά:
--- Άφησε τις σπουδές γήινε κι έλα κοντά μου, να μάθεις για τη γέννησή μου και να γίνεις κήρυκας της ζωής μου!
Μ’ άρπαξε απ’ το χέρι, μ’ έσυρε σ’ ένα πυκνό ρουμάνι και καθισμένοι πάνω σ’ ένα τραχύ βράχο, άρχισε να μου μιλάει:
--- Εδώ στην Αρκαδία με τα ψηλά βουνά και τις πολλές πηγές γεννήθηκα. Ο
πατέρας μου ο Ερμής κυνηγούσε στα καλά και στα ιερά λιβάδια και σαν
βοσκός που ήταν έβοσκε πρόβατα χωρίς να ξεχνά να τσιλιμπουρδίζει με τις
νύμφες που τόσο πόθο πλημμύριζε η ψυχή του γι’ αυτές. Τα ‘μπλεξε έτσι
με τη νύμφη Δρυόπη και την παντρεύτηκε. Ο γάμος τους σαν θεϊκός που
ήταν κράτησε δεκάξι μέρες και έγινε γλέντι τρικούβερτο που πιώθηκε το
κρασί του Ολύμπου μέχρι τελευταίας σταγόνας!
Ερμής και Δρυόπη λοιπόν οι γονείς μου, Θεός
και Νύμφη, καλύτερο συνταίριασμα δεν μπορούσε να γίνει. Μ’ έφεραν στον
κόσμο των Θεών έτσι όπως είμαι τραγοπόδαρο με δυο κέρατα στο κεφάλι,
χαμογελαστό και γλεντοκόπο. Ήμουν όμως άσχημος, άγριος και γενάτος,
πράγμα που έκανε τη μάνα μου να φοβηθεί, να μη με αγκαλιάσει και να με
παρατήσει στις φυλλωσιές, βάζοντάς το στα πόδια! Με είδε τότε ο πατέρας
μου μωρό και απροστάτευτο να κλαψουρίζω και να παίζω με τα χώματα,
γέλασε η ψυχή του, με πήρε στην αγκαλιά του και αφού με τύλιξε σε μια
τριχωτή προβιά βουνίσιου λαγού μ’ έφερε στον Όλυμπο. Με έδειξε στους
Θεούς και όταν μυρίστηκαν πως τους έφερα τη χαρά με βάφτισαν Παν που
πάει να πει το όλο!
Ο μουσικός με είδε κοιμισμένο, οργίστηκε, ήρθε κοντά μου και μου είπε με φωνή δυνατή που με ξύπνησε:
--- Το ‘δες; Δεν το ‘δες;
--- Ποιο είδα; κύριε καθηγητά; ρώτησα τρέμοντας.
--- Τ’ όνειρο! Τι άλλο;
--- Γιατί κοιμήθηκα;
--- Αν κοιμήθηκες λέει! Παρακοιμήθηκες δε λες!
Κι εκεί που νόμισα πως τελείωσαν όλα, μου ξέφυγε και είπα:
--- Είδα πως ήμουν με το Θεό Πάνα μαζί στο Μαίναλο!
Έβαλε τα γέλια και μαζί του όλη η τάξη. Όταν έπαψαν μου είπε με λόγο που έκανε μπαμ - μπαμ σαν καριοφίλι:
--- Εδώ
το πιάνο δε βλέπεις και θα δεις το Θεό; Κατέβα σε παρακαλώ από τον
ουρανό κι έλα κάτω στη γη γιατί θα σε περάσουμε για νεραϊδοπαρμένο!
Μόλις τελείωσε το
λόγο του ο τόπος έξω σκοτείνιασε. Το Μαίναλο μούχρωσε κι ένας δυνατός
αέρας που ξεπήδησε από τον ασκό του Αιόλου έκανε τα έλατα να τριζοβολούν
και να λυγίζουν τις κορφές τους μέχρι το χώμα. Ξέσπασε σε λίγο και μια
νεροποντή μ’ ένα δυνατό χαλάζι που έδερνε αλύπητα τα δέντρα, τα ζώα και
τους βράχους στο αγέρωχο βουνό. Κοιτούσαμε την κοσμοχαλασιά και η καρδιά
μας φτερούγιζε απ’ το φόβο σαν πουλάκι. Κι ώσπου να σκεφτούμε γιατί
έγινε αυτό έφτασε και στα παράθυρά μας. Για μια στιγμή είδαμε το λύγκα
να πέφτει πάνω μας και το δασύτριχο στέρνο του βουνού να μας πλακώνει!
Δειλιάσαμε, αφήσαμε τα θρανία και βγήκαμε στο διάδρομο. Είμαστε πολύ
νέοι να μας σκοτώσει μια βροχή!
Πίσω μας η φωνή του μουσικού ανάδευε σαν τρίαινα την ατμόσφαιρα:
--- Καταιγίδα είναι, τι φοβόσαστε! Σε λίγο θα ξεθυμάνει! Γυρίστε πίσω να παίξουμε το τροπάρι!
--- Ο Θεός την έστειλε! Φώναξα εγώ… ο Θεός!
--- Ποιος Θεός που δεν το είδαμε εμείς! απάντησε κι έβγαλε το κεφάλι του στην πόρτα.
--- Ο Θεός Παν! Αυτός με τα κέρατα!
--- Τον κερατά! Θέλεις να πεις; Αυτόν το τράγο; Ε, σου λέω λοιπόν, πως αυτός ο Θεός έχει πεθάνει προ πολλού!
Πέρασαν λίγα λεπτά ηρεμίας και μπήκαμε μέσα. Το
μάθημα συνεχίστηκε. Εμείς σκυμμένοι πάνω στο ασκησάριο και ο μουσικός
να παίζει στο πιάνο. Στο τελευταίο Βου ο κεραυνός που έπεσε σ΄ ένα
δέντρο μας ξάπλωσε στα θρανία, τα φώτα έσβησαν και ο μουσικός βρέθηκε με
το κεφάλι στο πιάνο και μια κηλίδα μαύρη από χτύπημα πάνω από το δεξί
φρύδι. Κατέβασε κάτω τα χέρια του ακίνητα σαν ρόπαλα και μας ρώτησε:
--- Γιατί δε λέτε;
--- Τι να πούμε; Δε βλέπουμε να διαβάσουμε με τέτοιο σκοτάδι τις νότες!
--- Απέξω!
--- Δεν τις ξέρουμε!
Άνοιξε το στόμα του γέλασε και είπε με χιούμορ:
--- Έτσι φτιάχτηκε ο κόσμος με τα συν και τα πλην! Ας τον δεχτούμε και ας μη του κάνουμε πόλεμο με ψεύτικο νταηλίκι!
Με τέτοια και μ’ άλλα πολλά το πήρα το Πτυχίο. Τώρα
στ’ άγρια βουνά και σε κρύες αίθουσες κάνω μάθημα, βρέχομαι να περάσω
ρέματα με θολά νερά και αρπαγμένος από τις φυλλωσιές των δέντρων
ονειρεύομαι τους γέροντες εκείνους χρόνους!