Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ζω και ροκανίζω το χρόνο μου στη φλογάτη αυτή πολιτεία της θάλασσας. Ως
έφηβος πρωτοείδα το χρυσό διάδημά της και ως διορισμένος
γραμματοδιδάσκαλος στα σχολεία της δίδαξα τους μαθητές μου με τη
συνοδεία των ασώματων αγγέλων της. Και τώρα με τη νεότητά μου μαραμένη,
τους ευώδεις παραδείσους της πορείας μου σκαμμένους από το φλύαρο καιρό
και τη χλεύη του Προκρούστη χρόνου, σέρνομαι στους δρόμους της σαν
κίτρινο φύλλο, καπνός που σαν νέφος θα σκορπιστεί στον ουρανό.
Όλα τα πράγματά της μοιάζουν λες κι έχουν πεθάνει από καιρό. Οι δρόμοι της λεροί, τα αγκωνάρια των σπιτιών της γκρίζα,
οι κήποι της στεφανωμένοι με ξερές κισσόπλεχτες αψίδες. Στο αχνό φως
του φεγγαριού η σιωπή παίρνει όψη Μέδουσας και τ’ άστρα της πέρα στο
υακίνθινο νησί γίνονται σκοτεινά κι ασάλευτα σαν των λιθαριών το σχήμα.
Οι κυπαρισσιώτικες δέσποινες δεν τρέχουν σε ανθώνες της Γεσθημανής να
ανεμίσουν τα ξανθά στάχυα των μαλλιών τους και ο ύπνος τους ξεχνιέται να
πιάνεται στα δίχτυα του ονείρου τους.
Κι εγώ ξεκουρντισμένο ανθρωπάκι της τρίτης ηλικίας
ξεριζώνω μία – μία τις λέξεις από το παρελθόν και προσπαθώ να περιπλέξω
και να γράψω στίχο. Ένα πρελούντιο σκιών κι αχτίδων του χρόνου του
φευγάτου, που να μιλάει για τους ανθρώπους της που έγιναν αεράκι και
κρύφτηκαν σε κατακόμβες πολυδαίδαλες και στην πένθιμη σιωπή του τάφου.
Που έγιναν χους και σκόρπισαν σε τόπους χλοερούς όπου κανένα δέντρο δεν
ανθεί. Ποια λύρα με ήχους τραγουδιών μπορεί να τους αναστήσει; Ποια
ομορφούλα Ευλαλία θα σπρώξει τις νύχτες τ’ άστρα να τους δούμε;
Πόσοι έχουν φύγει ως τώρα για τη χώρα των ασφοδελών κι εγώ
δε θυμάμαι. Όλοι τους έφηβοι Ηρακλήδες στην ψυχή, όλοι τους μεθυσμένοι
από το όπιο της ζωής. Άνθρωποι σκυφτοί με το μυστρί στη λάσπη, χτίστες
δαγκωμένοι από τις σκαλωσιές, εκφορτωτές που έλαμπαν σαν ήλιοι στην
ομίχλη, γυρολόγοι με τη ματιά να κλείει της στέρησης το φαρμάκι,
ζητιάνοι που τρώγαν της σήψης το πικρό ψωμί, μοδίστρες και εργάτριες,
οδοκαθαριστές και τορναδόροι, ψαράδες που βασάνισε η θάλασσα και η
φτώχεια. Μαρμαράδες, κουρείς, έμποροι του καλού καιρού, παγωτατζήδες και
σαγματοποιοί. Μπακάληδες περήφανοι, βιβλιοπώλες σπουδαίοι, γραφικοί
ντελάληδες, γραμματείς και φαρισαίοι. Συνάδελφοι εκπαιδευτικοί,
υπάλληλοι, γραφιάδες σκυθρωποί, ράθυμες γόησσες, ωραίες σαν κρίνα, δικοί
σου άνθρωποι που τους κράτησες το χέρι το ζεστό.
Λείπουν και πικρό μαράζι η κάθε μέρα μου
κλώθει. Και νιώθω ένας ανάξιος κοινοβίτης της πόλης μου χωρίς αυτούς κι
ας γυρνώ στους δρόμους της και κατοικώ στους τέσσερις τοίχους της
σκήτης μου. Εγώ ένας ανέραστος μέσα στην αγνή αγάπη των ματιών της
επιμένω ενάντια στον καιρό που χάνεται φλύαρος να δρέψω τους ανέγγιχτους
καρπούς της. Κι ας ξέρω πως η ζωή μου ρήμαξε κι ας ξέρω πως δεν έχω
οδό μπρος μου να συναντήσω ένα Φοίβο θεό μου, μια κόρη Ειδοθέη να με
σπλαχνιστεί.
Και διάγω τη ζωή μου, ασπρίζοντας στις γειτονιές της, ψηλαφώντας ότι
έμεινε στη φλούδα της από μια φευγάτη ολάκερη ζωή. Κι όσο ξέρω πως οι
μέλισσες από ήλεκτρο και οι ολόχρυσοι κύαθοι που βρέθηκαν στα σπλάχνα
της θα είναι στο Μουσείο εν μέλλοντι απόντος μου, αφήνω το δάκρυ μου
καυτό να τρέξει στη ρυτιδωμένη μου παρειά.
Κι ως τότε, αχ πόλη μου θα σιγοσβώ στους δρόμους σου, πλούσιος μ’ όσα θα μου δίνεις. Ένας φτωχός Ορφέας σου, ένας λησμονημένος ερημίτης του χάους και της λήθης.