Αυτό είναι ένα ερώτημα που βρίσκεται στη
σκέψη κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την πολιτική του τοποθέτηση.
Είναι δε
απολύτως δικαιολογημένο, καθώς έξι μήνες περίπου μετά τις εκλογές του
Σεπτεμβρίου σύσσωμη η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση βρίσκεται σε κατάσταση
ιδεολογικής και πολιτικής καταστολής, σε κατάσταση χειμερίας νάρκης.
Το
τριήμερο που πέρασε το έδειξε.
Έχουν περάσει 48 ώρες περίπου από τότε
που έγινε γνωστή η παρέμβαση του Παπαγγελόπουλου στα καθήκοντα της
εισαγγελέως που χειριζόταν σημαντική υπόθεση και η Νέα Δημοκρατία έκρινε
πως η αντίδραση της εξαντλείται στη δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου,
ο οποίος –ας σημειωθεί– είναι ένας πολιτικός που θα σταδιοδρομούσε
θαυμάσια σε αυτό το πόστο στο Λουξεμβούργο ή στο Βέλγιο, αλλά είναι
ακατάλληλος για το ελληνικό Φαρ Ουέστ.
Η συγκεκριμένη κυβερνητική παρέμβαση
έχει όλα τα χαρακτηριστικά που συνιστούν συνταγματική εκτροπή.
Κατάλυση
της διάκρισης των εξουσιών.
Και το θλιβερό είναι πως ο δράστης είναι
στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, επίλεκτο μέλος της καραμανλικής
συνιστώσας.
Δεν θέλω να πιστεύω πως η υποτονική αντίδραση του κόμματος
της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλεται σε αυτό το γεγονός.
Πώς είναι
αποτέλεσμα τήρησης εσωκομματικών ισορροπιών.
Η σοβαρότητα του θέματος σε
συνδυασμό με τα όσα διαδραματίζονται στον χώρο της Δικαιοσύνης απαιτούν
παρέμβαση του ίδιου του αρχηγού του κόμματος.
Οι δραστηριότητες της
κυρίας Θάνου, που ο ΣΥΡΙΖΑ την εξόπλισε με καίριες πειθαρχικές εξουσίες,
και η αναμενόμενη ποινικοποίηση πολιτικών υποθέσεων θα πρέπει να
καταστήσουν τον κ. Μητσοτάκη ιδιαίτερα επιθετικό για τα όσα γίνονται σε
αυτόν τον ευαίσθητο χώρο του πολιτεύματος.
Αλλά και στη σύσκεψη των πολιτικών
αρχηγών, οι ηγέτες των ευρωπαϊκών κομμάτων κινήθηκαν στον χώρο του
εξωπραγματικού. Τόσον οι προτάσεις για σχηματισμό οικουμενικής
κυβέρνησης, όσον και αυτή της δημιουργίας υπερ-υπουργείου μετανάστευσης
είχαν όλα τα χαρακτηριστικά της φαιδρότητας. Μία πρόταση είναι σοβαρή
στο μέτρο που η άλλη πλευρά έχει πιθανότητες να την αποδεχθεί, εν όλω ή
εν μέρει.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ διαπρυσίως διακηρύσσει –και καλά κάνει– πως δεν
συμφωνεί με τη λύση της οικουμενικής. Και ο Μητσοτάκης το ίδιο. Τότε
προς τι δαπανώνται άσφαιρα πυρά; Προς δημιουργία εντυπώσεων; Κανένας
πλέον δεν εντυπωσιάζεται με τέτοιες «κορώνες».
Ούτε βέβαια η μη
υπουργοποίηση του Χρυσοχοΐδη –η απόρριψη της πρότασης του Σ. Θεοδωράκη–
μας έκανε φτωχότερους.
Φαίνεται πως στις κρίσιμες αυτές
στιγμές, το πιο βασικό αντιπολιτευτικό όπλο δεν είναι μία συγκροτημένη
πολιτική πρόταση, αλλά η έξυπνη «ατάκα» που ικανοποιεί και
ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του κοινού νου, σε πρώτο χρόνο και
επίπεδο, χωρίς επιπλέον νοητικές επεξεργασίες. Γι΄ αυτό και διακρίνεται ο
Β. Λεβέντης. Γι΄ αυτό και οι άλλοι αρχηγοί είναι χαμένοι στη μετάφραση.
Στην αντίπερα όχθη, στον ΣΥΡΙΖΑ
–γνωρίζοντας τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης και τις πιέσεις
που δέχονται τα κόμματα της από τους Ευρωπαίους ομογάλακτους για
συναινετικές πολιτικές–ανενδοίαστα προχωρούν στη σταδιακή άλωση της
κρατικής μηχανής και στη συνειδητή εξαθλίωση της ζωής των μεσαίων
στρωμάτων.
Όσο η ευρωπαϊκή αντιπολίτευση δεν
συνειδητοποιεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
–και ως εκ τούτου απαιτείται δυναμική και επιθετική πολιτική, μακριά από
συναινετικές προσεγγίσεις– τόσο θα δίνει το δικαίωμα στην ηγετική του
ομάδα να καγχάζει υπομειδιώντας: «καλώς τους πελάτες!».
Του Σάκη Μουμτζή-liberal.gr