Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Πως πετούν τα πουλιά, θα
πετάξω κι εγώ στου χορού τη χαρά, την τρελή Αποκριά! Στα πόδια φτερά, το γοργό
το ρυθμό με καινούργιους σκοπούς θα χορέψω κι εγώ. Να πιερότοι, να μασκαράδες, να κομφετί, να
σερπαντίνες, γύρνα κι απ’ εδώ γύρνα κι απ’ εκεί, για να δούμε ποιος θα ζαλιστεί
>>
Αχ, πως φεύγει η ρουφιάνα η ζωή!
Χθες ήσουν τρυφερό βλασταράκι και ντυνόσουν μπούλα και σήμερα ένα ηλικιωμένο
κρέας που ετοιμάζεται να καταψυχτεί και να πει αντίο. Με χάλκινο κορμί
περίμενες τις Αποκριές, χαιρόσουν τη γουρνοσφαγή, έριχνες κάτω μαζί με τους
αξινάδες του χωριού το χοίρο, γευόσουν ένα κομμάτι καρούτζο κι ευφραινόσουν το
κοκκινέλι του παππού.
Η λεγεώνα της σφαγής το ετοίμαζε,
η μάνα με τη γιαγιά Βασιλική φρόντιζαν τα άντερα, εμείς οι πολέμιοι του
<< ναι >> στη δουλειά, παίρναμε τη φούσκα και λακάγαμε στην αλάνα. Τη
φουσκώναμε κι αρχίζαμε το κλωτσοσκούφι. Δίναμε μάχες για ένα γκολ, κλωτσούσαμε
πόδια, αέρα, πέτρες, ξύλα, χαλίκια, για το αγρίλι του Ηρακλέα, για μια ζωοδότα
τέρψη της βομβαρδισμένης μας ψυχής.
Και η ζωή κύλησε, γι’ άλλους
χωρίς ψωμί, γι’ άλλους χωρίς δουλειά, γι’ άλλους χορτασμένους και φτάσαμε έως
εδώ στο χείλος του Καιάδα. Πάμε στις αλάνες, τις βλέπουμε παγωμένες νυφούλες
στολισμένες μ’ αγκάθια, με πολλή ερημιά, σκουπίδι και κουρέλι κι ένας κόμπος
στο λαιμό μας πνίγει. Είναι άδειες, το θέαμα σβησμένο με σφουγγάρι, γεμάτες από
τα φαντάσματά μας να τρέχουν πέρα δώθε σαν χίτες. Βαθιά μέσα στο χώμα τα
θαμμένα ξεσχισμένα αρβύλια μας ανασαίνουν, το χώμα τρεμουλιάζει, οι ριζούλες με
τις αφαλαρίδες ζωντανεύουν για να πλέξουν με αγκάθινο στεφάνι τη λέξη <<
λήθη >>.
Την σήμερον ημέρα οι
νεολαίοι αθλούνται σε γυμναστήρια, με πλεονάζον υδρομασάζ, προγράμματα spa και φροντίδα από παθιάρες Φιλλιπινέζες. Έχουν και το
δίκιο τους. Έτσι που έγινε η εποχή μας
στεγνή, στέρφα και ξερή, με το τσιμέντο να μας πνίγει, τον ουρανό να μας
χάφτει, που να βρούνε χώρο να περπατήσουν, να βραχούν σε λούμπες και να παίξουν
γουρουνίτσα και αμπάριζα.
Έτσι όλο θ’ ανθίζουν γυμναστήρια,
κάποιος κερδώος Ερμής επιχειρηματίας θα τους κλέβει, όλο και περισσότεροι
γονείς θα μένουν μ’ άδειες τσέπες, θα στερούνται το τσιγάρο, το κρασί και τη
βόλτα τους, γρίνιες θ’ ανάβουν με τις συμβίες τους για την οικογενειακή τους
λιτότητα.
Και μένουμε ερειπωμένοι ψυχικά
εμείς της τρίτης ηλικίας, μακριά από γουρνοσφαγές, μασκαράτες και καρναβάλια να
θυμόμαστε και να τραγουδάμε, προς εγκαρτέρηση και συγκράτηση της συγκίνησης:
<< Με τη Μαίρη και το Γιώργο με την Άννα και τον Τοτό στο βαλσάκι θα
τριγυρίζω κι όμορφα θα χοροπηδώ. Ένα βαλσάκι κι ένα βαλσάκι φτερά θα κάνω σαν
το πουλάκι, θα χορέψω με την καρδιά μου, το χορό που τόσ’ αγαπώ >>.