Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
              Στο τραπέζι του καπηλειού ο 
            Η ομήγυρη μαζεύτηκε. Ήξεραν πόσο λαλίστατο πουλί 
            Ο γέρος άπλωσε τις φτερούγες του όπως η όρνιθα μάνα στα κλωσσόπουλα και τους σκέπασε. Ύστερα γλυκόφωνα, άρχισε:
          << Ζούμε στην τρισκατάρατη εποχή 
      Γοητεύτηκα. Χάζεψα, έγινα εραστής τους, ανυπεράσπιστος. Για λίγο όμως. Γιατί
 αμέσως χίμηξαν πάνω μου σαν Άρπυιες εφταπτέρυγες. Φοβήθηκα και το ‘βαλα
 στα πόδια. Στις τρεις το πρωί χτύπησα  την πόρτα του αφεντικού. Το και 
το του είπα. Με πήγε στο αλώνι και με ρώτησε: << Για ποιες 
νεράιδες μου μιλάς; Πού τις είδες;>> << Να εκεί! >> κι
 έτρεμα σαν φύλλο.  << Αλαφροϊσκιωτος είσαι κουζουλέ,  για τούτο 
τις είδες! Σαν όμως σε δέσω απ’ το στυχερό  θα δεις πως όλα ήτανε 
καπνός! >> και μ’ έδεσε >>. 
      Σιώπησε. Φάνηκε να έβγαλε ένα κλάμα 
     << Και μετά τι έγινε; >> τον ρώτησε ένας μουντζουρωμένο
    Η τηλεόραση έδειχνε ένα 

 
