Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Στο τραπέζι του καπηλειού ο γέροντας είχε κέφια.
Αν κι ο θάνατος έβοσκε στα σωθικά του και στο βλέφαρό του κρεμόταν
μαραμένο το φύλλο της ελπίδας, είχε κέφια. Ο νους του ανάφτει για μια
στιγμή σκορπώντας αιμάτινη φλόγα. Βγάζει πηχτό ανασασμό και σπέρνει τα
λόγια του σαν στάρι: << Ελάτε να σας πω, πως έθαλλε η ζωή μας
τότε. Στους κλώνους της να πληρωθείτε μύρα και στα ρόδα της να
λικνιστείτε στο άρωμά της το μεθυστικό >>.
Η ομήγυρη μαζεύτηκε. Ήξεραν πόσο λαλίστατο πουλί ήταν. Όταν έβαζε στα χείλη του τη λύρα της αφήγησης, λαλούσε σαν αηδόνι στου δάσους την πράσινη αγκαλιά.
Ο γέρος άπλωσε τις φτερούγες του όπως η όρνιθα μάνα στα κλωσσόπουλα και τους σκέπασε. Ύστερα γλυκόφωνα, άρχισε:
<< Ζούμε στην τρισκατάρατη εποχή της κοπριάς και της σκουριάς. Σκότωσε τα ξωτικά και θέριεψε τα ζιζάνια. Τις ιστορίες
τις έσβησε και τις ρωγμές των βράχων που φώλιαζαν τα γραφικά φαντάσματα
τις βούλωσε με υλικά τσιμέντου. Γι’ αυτό κι εγώ μια ιστορία τέτοια θα
σας πω. Λιτή αλλά συμπόσιο πνευματικό. Τραγούδι που στα μαλλιά του
ασταμάτητου αέρα, έρχεται σαν από άρωμα μπαξέ. Ήμουν εργάτης. Εργάτης
σκλάβος. Ο αφέντης μου, αριστοκράτης γαιοκτήμονας, με πολλά γελάδια,
χωράφια γεμάτά με χρυσά στάρια και αμπέλια με ροδίτες. Όποτε ήθελε με
στραγγάλιζε ή μου ‘κοβε το κεφάλι στεγνά. Όταν μ’ έπιανε να παίζω κρυφτό
με τον πόνο μου με παλούκωνε. Τρεις φορές έκαψε τα χέρια μου με δαυλό
γιατί προσευχήθηκα στο Θεό μου. Τους χειμώνες ξεκούραζα το παϊδι μου
στον αχυρώνα και τα καλοκαίρια στο αλώνι, κάτω από το φιλί της πούλιας.
Ένα βράδυ, βαθιά μεσάνυχτα ο τρισκότεινος ουρανός γέμισε μελωδίες.
Σταλμένες λες από Εστιάδες που έκαναν όργια μπροστά σε βωμό. Ξύπνησα
πνιγμένος στον ιδρώτα. Η ψυχή μου δέθηκε μ’ ένα κόμπο λύπης και φόβου.
Μαζεύτηκα σαν γροθιά στην άκρη της στρωμνής μου και μάζευα στο πηγάδι
του αυτιού μου, το μελανιασμένο του τραγούδι. Στη ρίζα της σγουρής
φτελιάς είδα, μια καιόμενη βάτο. Μπορεί και μια μπαλωσιά σύννεφου που
έβγαζε καπνούς. Ο φόβος με ζέστανε και μια φλογίτσα που ήρθε από τον
ουρανό μ’ έκανε να δω πιο ξάστερα. Και είδα, ναι, νεράιδες φορώντας
λευκά πανωφόρια να χορεύουν στο χείλος του αλωνιού. Κάποιες φορούσαν
κόκκινα καπέλα, άλλες μαύρες μπότες κι ελάχιστες είχαν κρεμάσει στα
μακριά τους πολύχρωμα φουστάνια, κορδέλες πράσινες με κίτρινα
γιορντάνια. Στα βλέμματά τους είχαν του έρωτα την πληγή, στα χέρια τους
τη γραφή της λήθης. Το κακό στη μυρσίνη των χειλιών τους.
Γοητεύτηκα. Χάζεψα, έγινα εραστής τους, ανυπεράσπιστος. Για λίγο όμως. Γιατί
αμέσως χίμηξαν πάνω μου σαν Άρπυιες εφταπτέρυγες. Φοβήθηκα και το ‘βαλα
στα πόδια. Στις τρεις το πρωί χτύπησα την πόρτα του αφεντικού. Το και
το του είπα. Με πήγε στο αλώνι και με ρώτησε: << Για ποιες
νεράιδες μου μιλάς; Πού τις είδες;>> << Να εκεί! >> κι
έτρεμα σαν φύλλο. << Αλαφροϊσκιωτος είσαι κουζουλέ, για τούτο
τις είδες! Σαν όμως σε δέσω απ’ το στυχερό θα δεις πως όλα ήτανε
καπνός! >> και μ’ έδεσε >>.
Σιώπησε. Φάνηκε να έβγαλε ένα κλάμα γλυκό. Ύστερα έπεσε σε συλλογή. Έσφιξε τις γροθιές του λες και κρατούσε εκεί μέσα την άβυσσο να μη του φύγει.
<< Και μετά τι έγινε; >> τον ρώτησε ένας μουντζουρωμένο ς
σιδεράς, Ο γέρος τινάχτηκε. Τα γαλάζια μάτια του έβγαλαν καπνούς.
<< Μ’ έδιωξε και πήγα σε άλλον >>. << Και πέρασες
καλά, μ’ αυτόν; >> Λύγισε το λιγνό του κορμί κι έδειξε τις πληγές
στα πόδια του. Οι αστράγαλοί του ήταν σκισμένοι και οι κνήμες είχαν
μπαλώματα σαν προβιές. << Περνάει καλά κανείς σαν είναι σκλάβος;
Περνάει κανείς καλά σαν έχει γαιοκτήμονες αφεντικά το Δ.Ν.Τ. την Ε.Κ.Τ.
και τις Μέρκελες; Σκλάβος δεν είναι; Ορίζει το κεφάλι του; >>
Η τηλεόραση έδειχνε ένα γεράκι με τις φτερούγες του απλωμένες να κρατά στα νύχια του ένα ψοφίμι.