Του
Παν. Αντωνόπουλου
Παρελθοντολογώ.
Σχωράτε με, που έτσι ως
γιατρειά προσφεύγω σε παρελθούσες εικόνες.
Μια στο τόσο δε βλάπτει! Πίσω λοιπόν στο τότε που πήχες τα φτερά τ’ απλώναμε για το πέταγμά μας. Που φιλούσαμε
μάνα και πατέρα και φεύγαμε να βρούμε μια άνοιξη με ανθισμένο το ασφοδίλι.
Γεμάτοι όνειρα να φτιάξουμε πύργους και κάστρα από πόθους. Να δέσουμε τη ζωή μ’
ότι μας ξεχώριζε από τον πίθηκο και μας έκανε άνθρωπο. Με σπουδές, επάγγελμα,
επιούσιο και καμαρούλα μια σταλιά.
Τα πρώτα μας βηματάκια δειλά. Σαν να
ξεφυλλίζαμε άνθος και φοβόμαστε μην ξεραθεί και τριφτεί. Ψυχούλες τρυφερές,
σκόρπιες, μακριά από τα άσπρα σπιτάκια μας. Γύρω μας άνθρωποι πολλοί.
Προσευχούμενοι, άθεοι, καλοί Σαμαρείτες, ερυθροσταυρίτες, λέρες, ρουφιάνοι,
σοσιαλιστές, νεοναζί που ονειρεύονταν
φούρνους, στρατόπεδα εξόντωσης και σφαγές πογκρόμ μειονοτήτων.
Τέτοιος νεοναζί ήταν και ο διευθυντής
του πνευματικού οίκου που σπούδαζα. Δεν μας το δήλωσε αλλά ήταν σαφής. Καμάρι
το’ χε με τις πράξεις του. Έμοιαζε με τα μέλη της << κρυπτείας >> στην αρχαία
Σπάρτη. Που ήταν εξοικειωμένα με το
έγκλημα και το αίμα. Που σκότωναν και τρομοκρατούσαν τους είλωτες για να τους έχουν μόνιμα κάτω από το καθεστώς
της τυραννίας τους.
Μας είδε αϊτόπουλα, έφτυσε τη φύτρα
μας, ορκίστηκε στη σβάστικα να μας μερέψει. Περιστέρια μάς ήθελε, λουφασμένα
στις φωλιές μας, τσιμπολογώντας το
φύραμα της ιδεολογικής του πανούκλας. << Πετάει ο γάιδαρος; >> << Πετάει! >> << Προσκυνάς τον τύραννο; >>
<< Ναι, προσκυνώ! >>
Είμαστε λαός και ήταν βασιλιάς! Ή
αλλιώς τα πρόβατα κι αυτός ο βοσκός! Μας
μάζευε στον αύλειο χώρο του ιδρύματος, κοινώς στρούγκα και μας ξύπναγε μ’ ένα
ορθρικό << Πάτερ ημών >> προς το δημιουργό. Τελειώνοντας η
προσευχή, επιθεωρούσε τις σπουδάστριες. Ο διάχυτος φασισμός του που περνούσε
μέσα από το φιδίσιο μάτι του, στεκόταν στα γυμνά τους γόνατα. Άπλωνε το
χέρι και ως λόρδος κατέγραφε το ύψος
κάτω από τον τετρακέφαλο. << Ως εδώ κοριτσάκι μου, φέρε τη φουστίτσα σου!
Μη μας ανάβεις φωτιές! >> πρόφερε και χάραζε με κιμωλία την περιφέρεια
στη γάμπα.
Αποκήρυσσε για λίγο την ηγεσία του
από τις θήλεις και τη διοχέτευε στους άρρενες.. Τραβούσε τσουλούφια, έριχνε
σφαλιάρες στους αξύριστους, ξέσπαγε με
δολοφονικές επιθέσεις στους γυναικωτούς που έκρυβαν τη γύμνια τους με κολλητά
μπλουζάκια.
Το ναζισμό του τον είχε σπείρει
παντού. Και αθάνατος σαν το βάκιλο της πανούκλας θέριζε. Στις αίθουσες, στη
βιβλιοθήκη, στους διαδρόμους, στους χώρους με τα φλερτάκια, εκεί που
διεκπεραιώναμε το ουρείν και το αφοδεύειν. Ως και στις νύχτες μας ερχόταν μια
λάμια πλάνισσα και μας τρομοκρατούσε.
Ελευθερωθήκαμε με το <<
Μπολιβάρ >> πτυχίο! Δόξα σοι ο θεός! Το Άουσβιτς του επίδοξου Φύρερ δε
μας καταβρόχθισε.