Κάποτε θα ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός των ημερών.
Πολλές
χιλιάδες άνθρωποι θα είχαν συμμετάσχει στις εσωκομματικές διαδικασίες,
στις αντιπαραθέσεις, στην προσπάθεια διαμόρφωσης συσχετισμών.
Το ίδιο το συνέδριο θα ήταν το σημείο αναφοράς μιας χώρας. Θα το κάλυπταν τα ΜΜΕ. Θα υπήρχε πλήθος ρεπορτάζ. Θα σημειώνονταν όλες οι λεπτομέρειες από το ποιοι ξένοι ηγέτες θα έρχονταν μέχρι τις προσεκτικά επιλεγμένες ατάκες του αρχηγού. Και μπορεί από ένα σημείο και μετά η μεγάλη μάχη να ήταν για τους σταυρούς και την εκλογή σε υψηλή θέση στην Κεντρική Επιτροπή, εντούτοις καταλάβαινες ότι κάτι παιζόταν, ότι κρινόταν η πορεία ενός μεγάλου και μαζικού πολιτικού χώρου. Τώρα, οι συντάκτες που έχουν χρεωμένο το σχετικό ρεπορτάζ απλώς βλαστημάνε που θα χάσουν ένα σαββατοκύριακο. Οι διευθυντές σύνταξης και οι αρχισυντάκτες ροής δίνουν προβολή περισσότερο από υποχρέωση παρά επειδή όντως βλέπουν το θέμα να έχει απήχηση. Οι ρεπόρτερ ελπίζουν σε καμία κόντρα μπας και βγει καμιά είδηση, όμως τίποτα δεν γίνεται. Και όλα αυτά για το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ… Ποιος θα το περίμενε αυτό σε προηγούμενες δεκαετίες: το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ να μην είναι το κέντρο της προσοχής της χώρας. Και δεν είναι ότι είναι έκτακτο συνέδριο που γίνεται για να λυθούν θέματα που αφορούν το πώς θα πάνε στη συνδιάσκεψη ΚΙΝΑΛ και για να ευθυγραμμίσουν το καταστατικό. Είναι κάτι βαθύτερο. Είναι η κρίση ενός πολιτικού χώρου που κάποτε άλλαξε τη χώρα και τώρα βρίσκεται σε παρατεταμένη αδυναμία να παράξει πολιτική. Ενός χώρου που συνέβαλε όσο κανείς άλλος στο να ξεπεραστούν τα τραύματα του Εμφυλίου και να διαμορφωθεί η «μεσαία τάξη» στην Ελλάδα και τώρα βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει καταλάβει όλο τον κρίσιμο πολιτικό πεδίο. Ενός χώρου που κάποτε πρωταγωνίστησε στο να διαμορφωθεί η ίδια η έννοια της «προοδευτικής πολιτικής» στην Ελλάδα και τώρα ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια αμήχανη αντιπολίτευση και μια ακόμη πιο αμήχανη υπεράσπιση μιας μνημονιακής διακυβέρνησης για την οποία ουδέποτε έγινε σοβαρή αποτίμηση.
Γιατί στην πολιτική μετράνε τα ιστορικά «ονόματα» και οι βαριές «φανέλες», αλλά δεν αρκούν. Τα κόμματα κρίνονται από το εάν ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες. Εάν απαντούν σε τωρινά ερωτήματα. Εάν μπορούν να δώσουν διέξοδο εκεί που άλλοι αποτυγχάνουν.
Η λογική των «περασμένων μεγαλείων» ελάχιστα μετράει στην κοινωνία. Το ίδιο και το βάρος μιας ιστορίας. Η χώρα σίγουρα έχει ανάγκη την «προοδευτική παράταξη». Όμως, αυτό δεν σημαίνει απλώς ένα ακόμη μαγαζί που να διεκδικεί μια ιστορική κληρονομιά. Σημαίνει έναν χώρο που να μπορεί να επικοινωνεί με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, να παράγει προγράμματα εφαρμόσιμα, να προάγει πραγματικά αρχές όπως η δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η αναδιανομή του πλούτου. Διαφορετικά, η κοινωνία και το εκλογικό σώμα μπορούν να φερθούν με αδυσώπητο τρόπο σε κόμματα και πολιτικούς που δεν ανταποκρίνονται σε μια πραγματική ανάγκη. Προσπερνώντας και σύμβολα και ιστορίες. Ακόμη και βαριές.
Το ίδιο το συνέδριο θα ήταν το σημείο αναφοράς μιας χώρας. Θα το κάλυπταν τα ΜΜΕ. Θα υπήρχε πλήθος ρεπορτάζ. Θα σημειώνονταν όλες οι λεπτομέρειες από το ποιοι ξένοι ηγέτες θα έρχονταν μέχρι τις προσεκτικά επιλεγμένες ατάκες του αρχηγού. Και μπορεί από ένα σημείο και μετά η μεγάλη μάχη να ήταν για τους σταυρούς και την εκλογή σε υψηλή θέση στην Κεντρική Επιτροπή, εντούτοις καταλάβαινες ότι κάτι παιζόταν, ότι κρινόταν η πορεία ενός μεγάλου και μαζικού πολιτικού χώρου. Τώρα, οι συντάκτες που έχουν χρεωμένο το σχετικό ρεπορτάζ απλώς βλαστημάνε που θα χάσουν ένα σαββατοκύριακο. Οι διευθυντές σύνταξης και οι αρχισυντάκτες ροής δίνουν προβολή περισσότερο από υποχρέωση παρά επειδή όντως βλέπουν το θέμα να έχει απήχηση. Οι ρεπόρτερ ελπίζουν σε καμία κόντρα μπας και βγει καμιά είδηση, όμως τίποτα δεν γίνεται. Και όλα αυτά για το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ… Ποιος θα το περίμενε αυτό σε προηγούμενες δεκαετίες: το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ να μην είναι το κέντρο της προσοχής της χώρας. Και δεν είναι ότι είναι έκτακτο συνέδριο που γίνεται για να λυθούν θέματα που αφορούν το πώς θα πάνε στη συνδιάσκεψη ΚΙΝΑΛ και για να ευθυγραμμίσουν το καταστατικό. Είναι κάτι βαθύτερο. Είναι η κρίση ενός πολιτικού χώρου που κάποτε άλλαξε τη χώρα και τώρα βρίσκεται σε παρατεταμένη αδυναμία να παράξει πολιτική. Ενός χώρου που συνέβαλε όσο κανείς άλλος στο να ξεπεραστούν τα τραύματα του Εμφυλίου και να διαμορφωθεί η «μεσαία τάξη» στην Ελλάδα και τώρα βλέπει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει καταλάβει όλο τον κρίσιμο πολιτικό πεδίο. Ενός χώρου που κάποτε πρωταγωνίστησε στο να διαμορφωθεί η ίδια η έννοια της «προοδευτικής πολιτικής» στην Ελλάδα και τώρα ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια αμήχανη αντιπολίτευση και μια ακόμη πιο αμήχανη υπεράσπιση μιας μνημονιακής διακυβέρνησης για την οποία ουδέποτε έγινε σοβαρή αποτίμηση.
Γιατί στην πολιτική μετράνε τα ιστορικά «ονόματα» και οι βαριές «φανέλες», αλλά δεν αρκούν. Τα κόμματα κρίνονται από το εάν ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες. Εάν απαντούν σε τωρινά ερωτήματα. Εάν μπορούν να δώσουν διέξοδο εκεί που άλλοι αποτυγχάνουν.
Η λογική των «περασμένων μεγαλείων» ελάχιστα μετράει στην κοινωνία. Το ίδιο και το βάρος μιας ιστορίας. Η χώρα σίγουρα έχει ανάγκη την «προοδευτική παράταξη». Όμως, αυτό δεν σημαίνει απλώς ένα ακόμη μαγαζί που να διεκδικεί μια ιστορική κληρονομιά. Σημαίνει έναν χώρο που να μπορεί να επικοινωνεί με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, να παράγει προγράμματα εφαρμόσιμα, να προάγει πραγματικά αρχές όπως η δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η αναδιανομή του πλούτου. Διαφορετικά, η κοινωνία και το εκλογικό σώμα μπορούν να φερθούν με αδυσώπητο τρόπο σε κόμματα και πολιτικούς που δεν ανταποκρίνονται σε μια πραγματική ανάγκη. Προσπερνώντας και σύμβολα και ιστορίες. Ακόμη και βαριές.
Λευτ. Χαραλαμπόπουλος
in.gr