Γράφει: Η Αντωνία Μπούζα
Από το 1844 που πραγματοποιήθηκε η 1η
Εθνοσυνέλευση της Ελλάδας και το 1888 που για πρώτη φορά ακούστηκε το σύνθημα
«ψήφος στις γυναίκες» από το έντυπο «Εφημερίδα των Κυριών», μέχρι το 1975, όπου το πρώτο Σύνταγμα της χώρας
ρητώς ανέφερε πως «’Έλληνες κι Ελληνίδες
είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου», πέρασε πολύς καιρός, πολλά άλλαξαν, αλλά και
πολλά διατηρήθηκαν.
Με απορία βλέπουμε πως δογματικά ακόμη και σήμερα,
συντηρούνται αντιλήψεις που παραπέμπουν στο χθες και υποστηρίζουν πως για τις
γυναίκες, υπάρχει περιορισμένο πεδίον δράσης και απόδοσης έργου.
Παρεμβαίνω, δίχως διάθεση υποτίμησης της προσφοράς και των
δύο φύλων στη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας, στα επιτεύγματα
στον τομέα των επιστημών, στον εθελοντισμό, στην επιχειρηματικότητα, στις
τέχνες, τον πολιτισμό κ.α.
Θεωρώ
όμως, πως παρά τα επιτυχημένα άλματα από γυναίκες επιστήμονες, ακαδημαϊκούς,
επιχειρηματίες, πολιτικούς κ.α. υπάρχουν ακόμη ψήγματα αμφισβήτησης μέσα στο
στενό πυρήνα της συντηρητικής κοινωνίας, που με πολλούς και διάφορους τρόπους,
έντιμους ή ανέντιμους ενίοτε, προσπαθούν να υποτιμήσουν και να απαξιώσουν το
γυναικείο φύλο.
Επειδή οι τομείς της επιστήμης, του πολιτισμού και της
επιχειρηματικότητας, με τις αυταπόδεικτες γνώσεις και εμφανείς αποδόσεις
αντίστοιχα, δυσκολεύουν τους αμφισβητίες, υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν, στον
τομέα των κέντρων λήψης αποφάσεων, για να ξεδιπλωθούν τέτοιου είδους λογικές.
Η υποκειμενικότητα στη μέτρηση της πολιτικής απόδοσης και ικανότητας,
είναι η κύρια αιτία, όπου καταδρομικώς θα έλεγα, πλήττονται οι ενασχολούμενες
με τα κοινά και δέχονται σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και σεξιστικές
επιθέσεις.
Ως σεξισμός αναφέρεται η αντίληψη, νοοτροπία διακρίσεων σε βάρος
κάποιου, με βάση το φύλο του.
Παραδείγματα μας αποδεικνύουν, πως εξ ορισμού και πριν καν
ανοίξει το στόμα του ο άνδρας πολιτικός, κρίνεται επιεικέστερα της συναδέλφου
του γυναίκας, λόγω των προτύπων της ψευδεπίγραφης συλλογικής ικανότητας των
ανδρών, που έχει μπολιαστεί με το πέρασμα των χρόνων η Ελληνική κοινωνία.
Αν τύχει και μπορεί να σταθεί επάξια μία γυναίκα στην
απαιτητική πολιτική σκηνή, τότε σε ορισμένες ατυχείς περιπτώσεις, κάποιοι
βρίσκουν ως εύκολο πεδίον αντιπαράθεσης είτε τα απαξιωτικά είτε τα σεξιστικά
σχόλια που αν μη τι άλλο προσβάλλουν τη δημοκρατία μας ή περιορίζονται στο
σχολιασμό της εμφάνισης, το βάρος ,το χρώμα μαλλιών ή τον τρόπο ζωής της.
Είχαμε προσφάτως τέτοιου τύπου σεξιστικούς σχολιασμούς ακόμη και από
παλαιοκομματικούς δεινοσαύρους της πολιτικής, εναντίον γυναικών πολιτικών, όλου
του κομματικού φάσματος της πολιτικής σκηνής της Χώρας μας.
Η δυσπιστία είναι ακόμη εμφανής σε κάθε πολιτική πράξη, στην
οποία εμπλέκονται γυναίκες, ενώ η απαράδεκτη ποσόστωση –επίτευγμα των
φεμινιστριών- εξ αρχής αποδυναμώνει ακόμη και τις ισχυρές γυναικείες πολιτικές
παρουσίες, δίνοντας αντεπιχειρήματα στους εσωκομματικούς τους συνοδοιπόρους.
Οι θιασώτες της ισοτιμίας στις ευκαιρίες
ανδρών και γυναικών, αντιμετωπίζουν μερικές
φορές την οργή, πιθανόν τη χλεύη,
αλλά σίγουρα την αμφισβήτηση, όσων εμμένουν να πιστεύουν στην ικανότητα άνευ
αποδείξεως, αλλά εξ ορισμού.…της γραβάτας!!
Η μειωμένη επιλογή των γυναικών στις εκλογικές
αναμετρήσεις στην πατρίδα μας, είναι το τρανό παράδειγμα αυτής της λογικής.
Η περιπλοκότητα της μπολιασμένης νοοτροπίας στην Ελληνική
κοινωνία, έχει και την αντίστροφη ανάγνωση, ενώ την τρέχουσα χρονική περίοδο που
μπροστά μας έχουμε αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις, αναμένεται να πάρει σάρκα
και οστά.
Αυτή αφορά, τον τρόπο προσέγγισης
των γυναικών ψηφοφόρων, από τους άνδρες υποψηφίους, που διαφέρει από τη σωστή
πρακτική που είναι η κατάθεση θέσεων, απόψεων και πειθούς, μέσω της
διαλεκτικής.
Οι γυναίκες ψηφοφόροι, προσεγγίζονται από τους άνδρες υποψηφίους
σε ορισμένες περιπτώσεις με κολακείες, χειροφιλήματα, κλπ παρόμοιου τύπου συμπεριφορές,
που παραπέμπει στην αιώνια έλξη του ενός φύλου από το άλλο, θεωρώντας ως μη
απαραίτητο να αναδείξουν στη γυναίκα-πολίτη, τις θέσεις, το όραμά τους και την
ορθότητα των επιχειρημάτων τους.
Τη Συνταγματική ρητή διατύπωση περί ισοτιμίας, ευελπιστώ
κάποια στιγμή να την κάνουμε πράξη στην Ελλάδα της οικονομικής και κοινωνικής
κρίσης και είναι σίγουρο πως θα βγούμε κερδισμένοι ως πολίτες και ως κοινωνία
συνολικά.