Του Θανάση Παπαδή
Οι πιέσεις που ασκούνται στο τραπεζικό σύστημα, είναι μεν υπαρκτές -έχουν φύγει 3 δισ. από τις καταθέσεις σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών- αλλά για την ώρα τουλάχιστον οι εκροές είναι απόλυτα διαχειρίσιμες.
Δυστυχώς, όμως, για το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι οι μόνες, αφού τα δύσκολα είναι μπροστά του, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να στέλνει μήνυμα ότι χωρίς να υπάρχει πρόγραμμα στην Ελλάδα δεν είναι δυνατή η συνέχιση της χορήγησης ρευστότητας.
Το αρνητικό σενάριο, θα είναι εφιαλτικό, με πολλαπλές και ανυπολόγιστες συνέπειες για την εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, την ανάπτυξη της οικονομίας και βέβαια την απασχόληση.
Στον αντίποδα η νέα κυβέρνηση δείχνει να έχει ελάχιστο χρόνο ώστε να εξασφαλίσει νέα χρηματοδότηση.
Εν μέσω αυτής της ζοφερής κατάστασης η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε κλοιό πιέσεων και όπως σημειώνει και ο υπουργός Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης σε συνέντευξή του στη Wall Street Journal η παράταση της αβεβαιότητας για ένα επιπλέον τρίμηνο απειλεί να κόψει στο μισό την προβλεπόμενη ανάπτυξη του 2015.
Την ίδια ώρα η χριστουγεννιάτικη αγορά «πάγωσε» και κινήθηκε με ρυθμούς πολύ χαμηλότερους από τις προσδοκίες.
Η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος και η εξυπηρέτηση των δανειακών αναγκών του Δημοσίου είναι τα δύο μεγάλα ζητούμενα για την επόμενη ελληνική κυβέρνηση με τα χρονικά περιθώρια να είναι εξαιρετικά περιορισμένα, ειδικά σε ό,τι αφορά το πρώτο ζητούμενο. Η νέα κυβέρνηση θα έχει στη διάθεσή της λίγες ημέρες, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου προκειμένου να έρθει σε συμφωνία με την τρόικα, ώστε να συνεχίσουν τα ελληνικά ομόλογα να γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ. Η εναλλακτική περίπτωση είναι να ζητηθεί επισήμως από τη νέα κυβέρνηση παράταση του προγράμματος, ώστε να υπάρχει περισσότερος χρόνος για διαπραγματεύσεις. Παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, plan C δεν υπάρχει στον ορίζοντα.
Το «τελεσίγραφο» της ΕΚΤ, που δόθηκε την Πέμπτη ήταν κάτι περισσότερο από σαφές: εφόσον η χώρα είναι σε πρόγραμμα -νέο ή υφιστάμενο- η ΕΚΤ θα συνεχίσει να χορηγεί ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σε διαφορετική περίπτωση δεν πρόκειται να υπάρξει στήριξη. Στην ουσία δικαιώνεται πλήρως η παρέμβαση του διοικητή της ΤτΕ που μίλησε για πρόβλημα στη ρευστότητα, εφόσον τα πολιτικά κόμματα δεν επιδείξουν σύνεση.
Το συγκεκριμένο «εμπόδιο» είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεπεραστεί χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, έστω και αν υπάρχει η εναλλακτική του ELA, που όμως περιπλέκει την κατάσταση στον τραπεζικό τομέα. Αντίθετα, στο θέμα της πληρωμής των υποχρεώσεων της χώρας προς τους δανειστές της, υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου, αφού έστω και με δυσκολία η Ελλάδα μπορεί να φτάσει μέχρι τον Ιούνιο χωρίς επιπλέον χρηματοδότηση. Μέχρι εκεί όμως, μετά απαιτείται «γερή» ένεση ρευστότητας από τους δανειστές της -αφού οι αγορές είναι κλειστές- προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες μέχρι το τέλος του 2015, που ανέρχονται συνολικά στα 22,5 δισ. ευρώ.
«Κλειδί» η ΕΚΤ
Η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος είναι εκ των ων ουκ άνευ για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Οι πιέσεις στον τραπεζικό τομέα το τελευταίο διάστημα είναι ισχυρές, αλλά ευτυχώς για την ώρα απόλυτα διαχειρίσιμες. Από την μία είναι η ρευστοποίηση καταθέσεων που από τα πλέον επίσημα χείλη ανέρχονται στα 3 δισ. ευρώ, μόνο τον Δεκέμβριο -αφού τον Νοέμβριο ήταν μόλις 200 εκατ.- και από την άλλη το καμπανάκι από την ΕΚΤ με χρονικό ορίζοντα την 1η Μαρτίου. Οι πηγές χρηματοδότησης του τραπεζικού συστήματος είναι στην παρούσα χρονική στιγμή περιορισμένες. Καταθέσεις και ΕΚΤ, δίνουν την απαραίτητα ανάσα στις τράπεζες και αυτές είναι υπό αίρεση. Στις αρχές Μαρτίου οι τράπεζες θα πρέπει να επιστρέψουν ή να ανανεώσουν λήξεις προς την Κεντρική Τράπεζα ύψους άνω του 20 δισ. ευρώ. Εφόσον δεν υπάρχει πρόγραμμα με το οποίο είναι ασφαλισμένη η χώρα, τα κεφάλαια αυτά θα πρέπει να επιστραφούν και μόνο μέρος αυτών μπορεί να καλυφθεί από τον επαναδραστηριοποίηση του ELA.
Κατά συνέπεια, η διατήρηση του προγράμματος είναι απαραίτητη για να συνεχίσει να λειτουργεί χωρίς τεχνητές αναπνοές το τραπεζικό σύστημα.
Υποχρεώσεις του Δημοσίου
Ο Ιανουάριος είναι η «καλύτερος» μήνας του 2015, αφού το ελληνικό δημόσιο έχει να καλύψει με μόλις 515 εκατ. τους δανειστές του. Τους επόμενους μήνες όμως τα πράγματα δυσκολεύουν με αποκορύφωμα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, που συνολικά στους δύο αυτούς μήνες θα πρέπει να εξοφληθούν υποχρεώσεις ύψους 8,8 δισ. ευρώ.
Η αποπληρωμή των συγκεκριμένων κεφαλαίων αποτελεί μονόδρομο για την Ελλάδα. Αν επιλέξει να αθετήσει κάποιες από τις εν λόγω υποχρεώσεις, τότε επί της ουσίας θα έχει επιλέξει την οδό της κήρυξης χρεοκοπίας επί ορισμένων -αν όχι όλων- των υποχρεώσεών της, ανοίγοντας ένα διαφορετικό κεφάλαιο στην πορεία της οικονομίας.
Συνολικά, για ολόκληρο το 2015 οι ανελαστικές υποχρεώσεις ανέρχονται σε 22,5 δισ. ευρώ και αφορούν αποπληρωμές ομολόγων που έχει στην κατοχή της η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), δόσεις εξόφλησης των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), καταβολή τόκων, εξόφληση ομολόγων που δεν εντάχθηκαν στο PSI, καθώς και άλλες δανειακές υποχρεώσεις.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα το Δημόσιο μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του έως τα μέσα Μαρτίου. Εκτός από τα 515 εκατ. του Ιανουαρίου προς το ΔΝΤ, τον Φεβρουάριο το ποσό αυξάνεται στο 1,6 δισ. και τον Μάρτιο στα 2,5 δισ. Μάλιστα, στελέχη του υπουργείου Οικονομικών υποστηρίζουν πως με τα σημερινά δεδομένα από τα μέσα Μαρτίου και μετά ξεκινούν τα προβλήματα. Τα ταμειακά διαθέσιμα σήμερα ανέρχονται σε 1-2 δισ. και μπορεί να καλύψει τις ανάγκες έως τα μέσα Μαρτίου. Οι πλέον ψύχραιμοι αναφέρουν ότι μπορεί να φτάσουμε με διάφορα τρικ -έκτακτες εκδόσεις εντόκων γραμματίων- έως και τον Ιούνιο, αφού Απρίλιο και Μάιο η κατάσταση «ηρεμεί». Το πρόβλημα επανέρχεται το καλοκαίρι. Τον Ιούνιο η Ελλάδα πρέπει να εξοφλήσει υποχρεώσεις 2,6 δισ. ευρώ, τον Ιούλιο 5,1 δισ. ευρώ και τον Αύγουστο 3,7 δισ.
πηγή
Εκεί η Ελλάδα δεν έχει περιθώρια να κάνει απολύτως τίποτε, εκτός από το να λάβει χρηματοδότηση από τους δανειστές της. Οι ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν με «εσωτερικό δανεισμό» μέσω εντόκων. Η εναλλακτική λύση είναι μόνο η στάση πληρωμών με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Εν κατακλείδι η νέα κυβέρνηση έχει δύο κομβικές ημερομηνίες που πρέπει να ξεπεράσει, τέλη Φεβρουαρίου και τον Ιούνιο. Και κάπου εκεί λήγουν τα όποια περιθώρια ελιγμών.
Σε απαγορευτικά επίπεδα το κόστος δανεισμού
Εκλεισαν οι αγορές για τις επιχειρήσεις
Ιδιαίτερα αρνητικές είναι οι επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις από την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και την πολιτική αβεβαιότητα που υπάρχει στη χώρα. Εκτός από τη δραματική -σε κάποιους κλάδους- πτώση του τζίρου, ιδιαίτερα την περίοδο των εορτών, έχουν να αντιμετωπίσουν και τον αποκλεισμό τους από τις διεθνείς χρηματαγορές. Αρκετές εγχώριες επιχειρήσεις, περιλάμβαναν στον σχεδιασμό τους έξοδο στις αγορές προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξή τους ή την αναχρηματοδότηση με ευνοϊκότερους όρους του δανεισμού τους.
Η εκτόξευση του κόστους δανεισμού σε απαγορευτικά επίπεδα ουσιαστικά ανέστειλε ακόμη και κάθε σκέψη για έξοδο στις αγορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το περασμένο καλοκαίρι το μέσο κόστος δανεισμό για επιχειρήσεις ήταν κάτω του 5%. Εν συνεχεία και συγκεκριμένα στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν ανακοινώθηκε η επίσπευση της διαδικασίας για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, εκτοξεύθηκε κοντά στο 8% και σήμερα κινείται σε επίπεδα πέριξ του 10%, που απαγορεύει ακόμη και τη σκέψη για δανεισμό.
Οι επιπτώσεις, όπως είναι πασιφανές, θα είναι δυσμενείς για την ελληνική οικονομία. Όσο και αν κανείς δεν το εκστομίζει, είναι σίγουρο ότι η προβλεπόμενη ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις τόσο στο δ' τρίμηνο του 2014 όσο και στο α' του 2015, ο ρυθμός θα είναι μικρότερος του αναμενόμενου.
Υψηλά επιτόκια
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι το επιτόκιο για να βγει μία μέση επιχείρηση σήμερα στην αγορά να δανειστεί μπορεί να φτάσει ακόμη και το 15%. Να σημειωθεί ενδεικτικά ότι τα ομόλογα της Eurobank και της ΔΕΗ διαπραγματεύονται σήμερα με αποδόσεις άνω του 12%. Μόνο το ομόλογο του ΟΤΕ, από τα εταιρικά ομόλογα, έχει απόδοση λογική, λίγο πάνω από 5% και ο λόγος είναι προφανής: ότι βασικός μέτοχος είναι η Deutsche Telekom.
Προβλέψεις για τον χρόνο επιστροφής στην ομαλότητα δύσκολα μπορούν να γίνουν. Οι πλέον αισιόδοξοι εκτιμούν ότι ίσως από τον προσεχή Απρίλιο, ενώ οι πιο απαισιόδοξοι θεωρούν ότι όλο το 2015 μπορεί να είναι μία χαμένη χρονιά για τις ελληνικές επιχειρήσεις σε ό,τι αφορά την έξοδό τους στις αγορές.
Στο μεσοδιάστημα οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αναζητήσουν άλλους τρόπους χρηματοδότησης, που υπό τις παρούσες συνθήκες μάλλον δεν είναι εύκολο, με ότι σημαίνει αυτό για την απασχόληση, αλλά και την ανάπτυξή τους.
Χαμηλές πωλήσεις
«Πάγωσε» η αγορά
Χαμηλότερες των προσδοκιών κινήθηκαν οι πωλήσεις στη χριστουγεννιάτικη αγορά, απόρροια του κλίματος που έχει δημιουργηθεί. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των εμπόρων, η υποχώρηση των πωλήσεων ήταν διψήφια σε σχέση με πέρυσι. Αρκετοί ήταν μάλιστα αυτοί που κάνουν λόγο για μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία για την αγορά. Και εξηγούν ότι είχε διαμορφωθεί, μέχρι τέλους Νοεμβρίου, ένα σχετικά καλό περιβάλλον, που θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για την αγορά, αφού οι καταναλωτές άρχιζαν να λειτουργούν χωρίς φόβο και εφόσον δεν είχε μεσολαβήσει ο Δεκέμβριος και τα όσα συνέβησαν σε πολιτικό επίπεδο, τότε σήμερα θα μπορούσαμε να μιλάμε για την καλύτερη εορταστική αγορά από το 2009.
Η επιστροφή, όμως, της αβεβαιότητας και του φόβου είχε ως αποτέλεσμα να «φρενάρει» πολλούς καταναλωτές και βέβαια να προσθέσει προβλήματα στις επιχειρήσεις που είχαν κάνει τον προγραμματισμό τους με βάση την εικόνα που είχε η αγορά στα μέσα φθινοπώρου. Έτσι πλέον όλες οι ελπίδες τους στρέφονται στις εκπτώσεις που ξεκινούν τη Δευτέρα, αν και όπως σημειώνουν εκπρόσωποι του κλάδου οι προσδοκίες δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες, αφού ένα μεγάλο μέρος τους θα πραγματοποιηθούν σε περίοδο αβεβαιότητας.
Γκίκας Χαρδούβελης στη Wall Street Journal
«Εφυγαν» 3 δισ. ευρώ από τις τράπεζες σε λίγες ημέρες
Η πιθανότητα ενός bank run είναι πολύ μικρή, αφού πλέον όλοι αντιλαμβάνονται ότι οι καταθέσεις είναι ασφαλείς, δηλώνει σε συνέντευξή του στην Wall Street Journal ο υπουργός Οικονομικών Γκ. Χαρδούβελης. Παράλληλα αποκαλύπτει ότι τους τελευταίους δύο μήνες έχουν φύγει από τις τράπεζες 3 δισ. ευρώ, εξαιτίας του φόβου και της αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί, από το γεγονός ότι στις δημοσκοπήσεις προηγείται το αντιμνημονιακό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα τονίζει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η παράταση της πολιτικής αβεβαιότητας να «κουρέψει» τη μισή από την προβλεπόμενη ανάπτυξη για το 2015.
Πάντως ο υπουργός Οικονομικών σημειώνει στην ίδια συνέντευξη ότι το ποσό αυτό είναι μικρό -σε σχέση με τα σχεδόν 70 δισ. ευρώ που εγκατέλειψαν τις ελληνικές τράπεζες τα τελευταία πέντε χρόνια και προσθέτει ότι μέρος των εκροών μπορεί να οφείλεται στις εκταμιεύσεις για την αποπληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων.
Στο μέτωπο της ανάπτυξης ο Γκ. Χαρδούβελης εκφράζει τους φόβους ότι η πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να υπονομεύσει την πρόσφατη ανάκαμψη στην Ελλάδα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, η ελληνική οικονομία, που δυσκολεύεται να ανακάμψει μετά από χρόνια βαθιάς ύφεσης, μπορεί να «κυλήσει» πάλι, εάν η χώρα εισέλθει σε μια περίοδο παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας και έρθει σε σύγκρουση με τους διεθνείς πιστωτές της.
Πολιτική αναταραχή
Από τις αρχές Δεκεμβρίου η Ελλάδα έχει περιέλθει σε πολιτική αστάθεια, εν όψει των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Από τότε, οι επιχειρήσεις έχουν παγώσει τις επενδύσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν σταματήσει και έχει υποχωρήσει η συγκέντρωση των φορολογικών εσόδων. Εάν αυτή η αβεβαιότητα δεν λυθεί σύντομα, μπορεί να χαθούν μήνες οικονομικής ανάπτυξης, τόνισε ο Γκ. Χαρδούβελης.
«Εάν χάσεις το πρώτο τρίμηνο του έτους, όπου η οικονομία μπορεί να απογειωθεί, και ίσως τότε και το δεύτερο τρίμηνο, αυτό σου δίνει το ήμισυ της ανάπτυξης που θα μπορούσες να έχεις σε διαφορετική περίπτωση», δήλωσε.
Φέτος, η κυβέρνηση προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 2,9%. Αλλά ο Γκ. Χαρδούβελης τόνισε ότι η ανάπτυξη μπορεί να μειωθεί στο μισό εάν επικρατήσει το «worst-case σενάριο».
Αναφορικά με τις εκλογές, η WSJ τονίζει πως ο ΣΥΡΙΖΑ προηγείται στις δημοσκοπήσεις, με την ψαλίδα ωστόσο να μικραίνει, αλλά οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν πως ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε η ΝΔ θα μπορέσουν να κερδίσουν την αυτοδυναμία.
«Δεν χρειάζεσαι απλώς να δημιουργηθεί μια σταθερή κυβέρνηση γρήγορα. Χρειάζεται μια κυβέρνηση με μια ξεκάθαρη πολιτική», τόνισε ο Γκ. Χαρδούβελης. Πρόσθεσε ακόμη ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι απίθανη. «Η πολιτική σε μια χώρα, ακολουθεί τις επιθυμίες του λαού, και η βαθιά επιθυμία του λαού είναι να παραμείνει στη Δύση. Αυτό συνδέεται με την παραμονή στην Ευρωζώνη», δήλωσε.