<< Πέθανε ο Παναγιώτης! Τι ‘ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα ζούσε!
>> θε να πουν οι φίλοι μου όταν μάθουν πως πέθανα, παίζοντας
χαρτιά στο καφενείο. Θα ‘ρθουν στην κηδεία μου στην εκκλησία του Αι -
Γιώργη στο χωριό μου στη Μουριατάδα, περίλυποι θα με κοιτάνε ξαπλωμένο
στο φέρετρο, το κεφάλι τους θα κουνάνε, << ο έρημος έφυγε για τα
ψυχρά επουράνια, από τι τάχα; >> θα συλλογιούνται.
Στ’ αυτί ενός θα ψιθυρίσει ο συνάδελφος: << Είχα μέρες να τον δω,
λέγανε στους κύκλους του πως δεν ήταν καλά, στους δρόμους της πόλης
περπατούσε με τα μάτια στο χάος στυλωμένα, από δω κι από κει γυρνούσε
και χανόταν στο πλήθος, φοβισμένος. Του ‘στριψε λένε από το πολύ
διάβασμα! Τελευταία του ‘χε σαλέψει! >>
<< Απέθανεν πλήρης ημερών >> θα πει στον επικήδειο ο άλλος
εράσμιος φίλος, << είχε εκδώσει και βιβλιαράκια, περνώντας τον
καιρό του γράφοντας, πολλά υποσχόμενος ως λογγοτέχνης, τιμή για το χωριό
και την πατρίδα η ελάχιστη μηδενική γραφίδα του… >>
Το ρολόι τους θα κοιτάνε οι εχθροί μου,
να πάρει τέλος τούτη η νεκρώσιμη ιστορία θα επιθυμούνε, γρήγορα θα
θέλουν να με θάψουν, στα μεγάλα των χειμώνων τα λιβάδια με σέβας θα
ζητάνε να με χώσουν. Στον τελευταίο ασπασμό κανείς δεν θα με κλάψει. Ο
παπάς που θα ‘ναι γεροντάκος όπως το ξερόφυλλο θα τρέμει και ο υπερήλιξ
ξάδερφός μου απ’ τα ξένα, στημένος πάνω απ’ το φέρετρό μου, θα πει με
γέλιο κι όλο αστείο: << ο προώρως αποθανών πολύ με αγαπούσε!
>>
Όταν θα φτυαρίζουν για να με σκεπάσουν,
όλοι τους ανακούφιση θα νιώσουν, βουβοί από λύπη θα φωνάξουν, σαν ψαλμό
στο μνημόσυνό μου: <<Τι ‘ναι ο άνθρωπος! Χθες ακόμα ζούσε! Θεός
σχωρέστον! >>
Στον καφέ της παρηγοριάς θα θέλουν να με ξαναθάψουν. Αρχάγγελος πια δεν
θα τους αφήσω. Λύπης τραγούδι θ’ ακουστεί κι αυτοί θα το ακούσουν:
<< Για κάτσετε τριγύρω μου να ιδούμε ποιος μας λείπει!/ Μας λείπει
ο κάλλιος του σπιτιού, της φαμιλιάς ο πρώτος,/ και ήταν στο σπίτι
φλάμπουρο, στην εκκλησιά φανάρι,/ το φλάμπουρο τσακίστηκε και το φανάρι
εσβήστη./ Τι στέκεστ’ ορφανά παιδιά, σαν ξένοι, σαν διαβάτες/ και δεν
λαλεί τ’ αχείλι σας σαν άγριο χελιδόνι,/ και δεν τρεχούν τα μάτια σας
σαν σιγαλό ποτάμι,/ τα δάκρυα λίμνη να γενούν, να βγει μια κρύα βρύση,/
για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιουν οι διψασμένοι! /
Κάποιοι θα συγκινηθούν, κάποιοι θα γελάσουν. Και κει στο γέλιο το πολύ
ίσως μιας Λενόρας η φωνή μες στους λυγμούς ξεσπώντας, θ’ ακουστεί να
λέει: << Στο καλό Παναγιώτη! >>