Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Μαύροι καιροί, συννεφιές, ξύλο και αφραγκίες.
Χτικιάζει η ζωή, χαμωσέρνεται, στο ψωμί της αλείφει έμπυο σάλιο, μαραμένη ελπίδα και όνειρα ξεφτιλισμένα μιας χάσκουσας και σάπιας πολιτικής, που τρέφεται με το σβησμένο γέλιο μας.
Και οι φουκαράδες οι Έλληνες, οι ραγιάδες, οι πεινασμένοι, τρέχουνε στο Σύνταγμα, δείχνουν το άδειο τσουκάλι τους στους τριακόσιους χορτασμένους, με ψίχουλα παρακαλάνε να τους το γεμίσουν, από νηστικοί χορτάτοι να γίνουν.
Κι εκείνοι τους ρίχνουν ξύλο, τους τουλουμιάζουν, τους χορταίνουν χαστούκια και κλοτσιές, ό,τι γκλόπς βγαίνει από τις αποθήκες της αστυνομίας πάνω τους το σπάνε.
Δε βγαίνει τίποτα, γυρίζουν μ’ άδεια χέρια, οι χιτλερίσκοι της βουλής, ανένδοτοι, τους τάζουν πάλι λιτότητα, τους απειλούν από τα κανάλια, τους φοβερίζουν, άλλο ένα ντου στο κάστρο τους να κάνουν και θα τους χάψουν και την ουρά και το βόδι.
Όλοι τούτοι που τρώνε το ξύλο είναι φτωχοί, με σύνταξη πείνας, ξεσπιτωμένοι, με τρύπιο ρούχο, σκισμένο παπούτσι, χρεωμένοι, εργάτες με το κεφάλι στον ήλιο, σκαφτιάδες με το χαλάζι κατάστηθα, πένητες που πληρώνουν φόρους, ατάιστοι που έχουνε μήνες να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους.
Τουλάχιστον ν’ άξιζε το ξύλο που τρώνε και να ήταν για το καλό τους, χαλάλι του.
Όπως συνέβη στο γράφοντα σε πίσω καιρούς σβουρισμένο από το φιλόλογό μου και τώρα που το αναμιμνήσκω λέω μπράβο του, μ’ ανέβασε παραπάνω και δεν έγινα καραγκιοζάκι άβουλο.
<< Μήνιν άειδε, θεά, πηληϊάδω Αχιλήος ουλομένη, η μυρί Αχαιοίς άλγε’ έθηκε… >> διάβασε και μου ζήτησε να το μεταφράσω.
<< Ψάλλε θεά τον τρομερό θυμό του Αχιλλέα, πως έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων… >> απόδωσα και χάρηκα.
<< Αχιλλέα, είπες; >> ξεφώνισε και μου άστραψε απανωτά τρία χαστούκια στο σβέρκο, που από τύχη δε μου ξεκόλλησαν τα κεφάλι.
<< Αχιλλέως… ως … ως … ως … είναι η αρχαιοπρεπής κατάληξη κι όχι α… α… α… α… όπως η δική σου η μαλλιαρή, σαρδανάπαλε! >>
Ύστερα με παιδαγωγικό οίστρο μου ‘ριξε και δεύτερο γερό ξύλο, μου κόλλησε το μούτρο στο βιβλίο, με φιλοδώρησε μ’ ένα ανάπηρο εννιάρι και μου ‘δειξε με μια κλοτσιά την πόρτα.
Αφυπνίστηκα.
Το εννιάρι το ‘κανα δεκατεσσάρι, την αφιλογνωσία μου γιάτρεψα με ιαματικό βότανο, κάθε ταριχευμένη λέξη βιβλίου την έκανα να κελαηδά.
Όμως άλλο το ξύλο του φιλόλογου κι άλλο της σιδηράς εξουσίας. Το ξύλο της είναι θανάσιμο.
Σε πετάει στη λάσπη και δε σηκώνεσαι.
Μένεις εκεί και δεν ξεκολλάς!
Και ο βουλευτάκος βρίσκει την ευκαιρία και βολεύεται, ο χρυσοθήρας πολιτικός να πλουτίσει παντί τρόπω, το κάθε κοινωνικό απόβρασμα να μαγαρίζει τα ιερά και τα όσια της πατρίδας.
Κι εσύ λαέ μου ανοίγεις τον κουμπαρά σου, τρέχεις στο σούπερ μάρκετ, βάζεις ό,τι κι ό,τι φθηνό στη σακούλα σου και ξεγελιέσαι πως κέρδισες τον επιούσιο!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Μαύροι καιροί, συννεφιές, ξύλο και αφραγκίες.
Χτικιάζει η ζωή, χαμωσέρνεται, στο ψωμί της αλείφει έμπυο σάλιο, μαραμένη ελπίδα και όνειρα ξεφτιλισμένα μιας χάσκουσας και σάπιας πολιτικής, που τρέφεται με το σβησμένο γέλιο μας.
Και οι φουκαράδες οι Έλληνες, οι ραγιάδες, οι πεινασμένοι, τρέχουνε στο Σύνταγμα, δείχνουν το άδειο τσουκάλι τους στους τριακόσιους χορτασμένους, με ψίχουλα παρακαλάνε να τους το γεμίσουν, από νηστικοί χορτάτοι να γίνουν.
Κι εκείνοι τους ρίχνουν ξύλο, τους τουλουμιάζουν, τους χορταίνουν χαστούκια και κλοτσιές, ό,τι γκλόπς βγαίνει από τις αποθήκες της αστυνομίας πάνω τους το σπάνε.
Δε βγαίνει τίποτα, γυρίζουν μ’ άδεια χέρια, οι χιτλερίσκοι της βουλής, ανένδοτοι, τους τάζουν πάλι λιτότητα, τους απειλούν από τα κανάλια, τους φοβερίζουν, άλλο ένα ντου στο κάστρο τους να κάνουν και θα τους χάψουν και την ουρά και το βόδι.
Όλοι τούτοι που τρώνε το ξύλο είναι φτωχοί, με σύνταξη πείνας, ξεσπιτωμένοι, με τρύπιο ρούχο, σκισμένο παπούτσι, χρεωμένοι, εργάτες με το κεφάλι στον ήλιο, σκαφτιάδες με το χαλάζι κατάστηθα, πένητες που πληρώνουν φόρους, ατάιστοι που έχουνε μήνες να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους.
Τουλάχιστον ν’ άξιζε το ξύλο που τρώνε και να ήταν για το καλό τους, χαλάλι του.
Όπως συνέβη στο γράφοντα σε πίσω καιρούς σβουρισμένο από το φιλόλογό μου και τώρα που το αναμιμνήσκω λέω μπράβο του, μ’ ανέβασε παραπάνω και δεν έγινα καραγκιοζάκι άβουλο.
<< Μήνιν άειδε, θεά, πηληϊάδω Αχιλήος ουλομένη, η μυρί Αχαιοίς άλγε’ έθηκε… >> διάβασε και μου ζήτησε να το μεταφράσω.
<< Ψάλλε θεά τον τρομερό θυμό του Αχιλλέα, πως έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων… >> απόδωσα και χάρηκα.
<< Αχιλλέα, είπες; >> ξεφώνισε και μου άστραψε απανωτά τρία χαστούκια στο σβέρκο, που από τύχη δε μου ξεκόλλησαν τα κεφάλι.
<< Αχιλλέως… ως … ως … ως … είναι η αρχαιοπρεπής κατάληξη κι όχι α… α… α… α… όπως η δική σου η μαλλιαρή, σαρδανάπαλε! >>
Ύστερα με παιδαγωγικό οίστρο μου ‘ριξε και δεύτερο γερό ξύλο, μου κόλλησε το μούτρο στο βιβλίο, με φιλοδώρησε μ’ ένα ανάπηρο εννιάρι και μου ‘δειξε με μια κλοτσιά την πόρτα.
Αφυπνίστηκα.
Το εννιάρι το ‘κανα δεκατεσσάρι, την αφιλογνωσία μου γιάτρεψα με ιαματικό βότανο, κάθε ταριχευμένη λέξη βιβλίου την έκανα να κελαηδά.
Όμως άλλο το ξύλο του φιλόλογου κι άλλο της σιδηράς εξουσίας. Το ξύλο της είναι θανάσιμο.
Σε πετάει στη λάσπη και δε σηκώνεσαι.
Μένεις εκεί και δεν ξεκολλάς!
Και ο βουλευτάκος βρίσκει την ευκαιρία και βολεύεται, ο χρυσοθήρας πολιτικός να πλουτίσει παντί τρόπω, το κάθε κοινωνικό απόβρασμα να μαγαρίζει τα ιερά και τα όσια της πατρίδας.
Κι εσύ λαέ μου ανοίγεις τον κουμπαρά σου, τρέχεις στο σούπερ μάρκετ, βάζεις ό,τι κι ό,τι φθηνό στη σακούλα σου και ξεγελιέσαι πως κέρδισες τον επιούσιο!
ellinikoxronografima.blogspot.gr